- άγνεφος
- (I)-η, -οβλ. άγνευτος.————————(II)-η, -ο [νέφος]αυτός που δεν έχει σύννεφα, ασυννέφιαστος, ανέφελος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άγνεφος — άγνεφος, η, ο και αγνέφαλος, η, ο χωρίς σύννεφα, ασυννέφιαστος: Άγνεφος ουρανός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγνευτος — και άγνεφος, η, ο αυτός που γίνεται δίχως νεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γνέφω < νεύω] … Dictionary of Greek